προσθημα

προσθημα
    πρόσθημα
    πρόσ-θημα
    -ατος τό привесок, украшение
    

(χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ φόρημα, ἀλλὰ π. Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσθημα" в других словарях:

  • πρόσθημα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… …   Dictionary of Greek

  • προσθήματα — πρόσθημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήματι — πρόσθημα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήματ' — προσθήματα , πρόσθημα neut nom/voc/acc pl προσθήματι , πρόσθημα neut dat sg προσθήματε , πρόσθημα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπενύλιο — το, Ν χημ. μονοσθενής ακόρεστη οργανική ρίζα, ισομερής προς το αλλύλιο, τής οποίας η παρουσία στο μόριο μιας οργανικής ένωσης δηλώνεται με το αντίστοιχο πρόσθημα, λ.χ. προπελαγουαϊακόλη …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεμα — τὸ, Α βλ. πρόσθημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»